αγαθος

αγαθος
    ἀγαθός
    ἀγᾰθός
    3
    (ᾰγ) (compar. ἀμείνων, βελτίων, κρείσσων, λωΐων, λῴων, поэт. тж. ἀρείων, βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος; superl. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, λώϊστος, λῷστος, поэт. тж. βέλτατος, φέριστος, φέρτατος, κάρτιστος)
    1) хороший, отличный
    

(ἰητήρ, θεράπων Hom.)

    ἀ. τι Hom., Her., Plat., εἴς и πρός τι Plat., περί τι Lys., ἔν τινι Plat. и ποιεῖν τι Hes., Plat. — искусный (отличившийся) в чем-л.

    2) добрый, благой
    

(δαίμων Arph.; θεός Plut.)

    καλὸς κἀγαθός Plat. — нравственно (духовно) совершенный;
    ὦ ΄γαθέ! Plat. — ах, мой милый!

    3) доблестный, храбрый
    

(Ἀχιλλεύς Hom.)

    βοέν ἀ. Hom. — славный в бою

    4) благородный, знатный Hom., Pind., Soph., Eur.
    

δεσπόται ἀγαθοί τε καὴ ἐξ ἀγαθῶν Plut. — знатные повелители из знатных родов


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "αγαθος" в других словарях:

  • ἁγαθός — ἀγαθός , ἀγαθός good masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθός — good masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …   Dictionary of Greek

  • αγαθός — ή, ό 1. καλός, ενάρετος: Ήταν άνθρωπος του Θεού, αγαθός κι απονήρευτος. 2. αφελής, απλοϊκός: Ήταν ο καημένος πολύ αγαθός και συχνά την πάθαινε. 3. το ουδ. ως ουσ., αγαθό σημαίνει το καλό, η ωφέλεια, το κέρδος: Η υγεία είναι το πολυτιμότερο αγαθό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βοὴν ἀγαθός. — См. Вы храбры на словах, попробуйте на деле …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀγαθά — ἀγαθός good neut nom/voc/acc pl ἀγαθά̱ , ἀγαθός good fem nom/voc/acc dual ἀγαθά̱ , ἀγαθός good fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγαθός — ἀγαθός , ἀγαθός good masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθῶν — ἀγαθός good fem gen pl ἀγαθός good masc/neut gen pl ἀγαθόω do good to pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγαθόω do good to pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγαθόω do good to pres part act masc nom sg ἀγαθόω do good to pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθόν — ἀγαθός good masc acc sg ἀγαθός good neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθεύω — [αγαθός] φαίνομαι ή γίνομαι ανόητος, αφελής, αγαθοφέρνω, κουτοφέρνω …   Dictionary of Greek

  • ἀγαθαῖς — ἀγαθός good fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»